- καβαφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Καβάφη («καβαφική ποίηση»).————————-η, -ο[καβάφης]1. κακότεχνος, κακοφτιαγμένος, κατώτερης ποιότητας («καβάφικη δουλειά»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καβάφικαπεριοχή ή συνοικία όπου υπάρχουν υποδηματοποιεία, τσαρουχάδικα3. το ουδ. ως ουσ. το καβάφικοτο εργαστήριο τού καβάφη, τσαγκαράδικο, τσαρουχάδικο.
Dictionary of Greek. 2013.